Υπάρχουν πάρα πολλά στερεότυπα γύρω από τη ψύχωση, τα οποία τις περισσότερες φορές δημιουργούν φόβο. Όταν λέμε ψύχωση δεν εννοούμε μόνο τη σχιζοφρένεια και δεν συνδέεται αποκλειστικά και απόλυτα με την απώλεια της αντίληψης της πραγματικότητας. Στο άρθρο αυτό, θα κατανοήσουμε τη δημιουργία και τη διατήρηση της ψυχωτικής συμπτωματολογίας σαν μια προστατευτική συμπεριφορά για το άτομο, το οποίο φαίνεται να είναι αρκετά ευάλωτο στο στρες και δυσκολεύεται να επικοινωνήσει αποτελεσματικά στο οικογενειακό του πλαίσιο. Το άτομο δηλαδή δεν είναι «άρρωστο», αλλά «ευάλωτο».
Αναφέρομαι στην επικοινωνία εντός οικογενειακού πλαισίου που επηρεάζεται από τρεις παράγοντες. Ο πρώτος είναι το εκφρασμένο συναίσθημα, που αφορά την εχθρικότητα, την επικριτικότητα και τη συναισθηματικό υπερμπλοκή. Το υψηλό μάλιστα εκφρασμένο συναίσθημα φαίνεται να συνδέεται πολύ περισσότερο με υποτροπές. Επιπλέον, το εκφρασμένο συναίσθημα, συνοδεύεται πολύ συχνά από έντονα διαταραγμένες συζυγικές σχέσεις που είτε ο ένας γονιός φαίνεται να είναι πολύ ισχυρός και ο άλλος απών σε ότι αφορά την οικογενειακή οργάνωση, είτε ο κάθε γονιός ακυρώνει τον άλλον και επιζητά αποκλειστική σχέση με το παιδί. Για παράδειγμα, σε τέτοιες περιπτώσεις, η ψυχωτική συμπτωματολογία πιθανώς να είναι ο μοναδικός τρόπος να μπορεί το άτομο να διαχειρίζεται την επικριτικότητα ή ακόμη και ο μόνος τρόπος να θεωρείται ανίκανος και άρα να μην αναγκάζεται από την οικογένεια να λάβει μέρος στις συγκρούσεις ή να πάρει θέση υπέρ του ενός γονιού και να εναντιωθεί στον άλλον. Σημαντικό είναι να αναφερθεί πως διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις δεν υπάρχουν μόνο όταν υπάρχουν συγκρούσεις, αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή απουσιάζουν πλήρως οι συγκρούσεις και ούτε φαίνεται να υπάρχουν με κάποιο τρόπο οικογενειακές σχέσεις. Άλλωστε, η σύγκρουση δεν είναι κάτι αρνητικό. Η ύπαρξη σύγκρουσης δείχνει ότι υπάρχει ενδιαφέρον, αλλιώς τα μέλη απλά θα αδιαφορούσαν. Όλα αυτά, δηλώνουν τον τρόπο λειτουργίας μιας οικογένειας, το τι κάνουν και το τι δεν κάνουν ως μια άτυπη συνήθεια ή αλλιώς ως άτυποι κανόνες, π.χ. «Δεν συγκρουόμαστε ποτέ». Σε αυτή την περίπτωση, η ψυχωτική συμπτωματολογία, θα μπορούσε να εκφράσει όσα δεν εκφράζονται, συναισθήματα ή σκέψεις.
Ένας δεύτερος παράγοντας, είναι η κατάσταση του «Διπλού Δεσμού», το οποίο αφορά μια στενή σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων και μια επικοινωνία που αφορά αντιφατικά μηνύματα. Μία αρνητική εντολή, μία δεύτερη εντολή που συγκρούεται με την πρώτη και μία τριτογενή αρνητική εντολή που κάνει τη διαφυγή αδύνατη λόγω της ύπαρξης στενής συναισθηματικής σχέσης. Για παράδειγμα, μια μαμά να λέει στο παιδί του που ετοιμάζεται να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό «Θα σου κάνει καλό όλο αυτό, θα σε ωριμάσει… αν και εγώ εδώ θα μείνω μόνη μου και αν τυχόν πάθω κάτι πάντα είχα εσένα τωρά…», ή ένα άλλο παράδειγμα μεταξύ δύο ατόμων που λέει ο ένας στον άλλον με πολύ παγωμένο ύφος και σώμα ακινητοποιημένο «Σ’ αγαπώ πάρα πολύ». Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο δυσκολεύεται να εξάγει με ακρίβεια το μήνυμα. Η προϋπόθεση του διπλού δεσμού, είναι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας να είναι ένα σταθερό μοτίβο στην επικοινωνία. Άρα το άτομο από παιδί δεν μαθαίνει την ικανότητα να επικοινωνεί για την επικοινωνία και επομένως δεν μπορεί να εκφράσει αυτό που θέλει με τον σωστό τρόπο με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν άλλο τρόπο, ίσως ένα πιο φανταστικό τρόπο ή πιο δημιουργικό τρόπο ώστε να έρθει σε επαφή με τα θέλω του χωρίς όμως να μπορούν εύκολα να τα καταλάβουν οι άλλοι. Δεν ξέρει, δεν έμαθε πώς να προσδιορίζει και να εκφράζει αυτό που ο ίδιος εννοεί. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, η ψυχωτική συμπτωματολογία δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά μια οικογενειακή υπόθεση ή γενικότερα υπόθεση ολόκληρου του πλαισίου του.
Το άτομο φαίνεται πως εμφανίζει ψυχωτικά συμπτώματα όταν προσπαθεί να αντισταθεί στον τρόπο επικοινωνίας που έμαθε καθώς πλέον σαν να μην του κάνει νόημα και όταν προσπαθεί να δημιουργήσει εξ αρχής τον εαυτό του χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις προσδοκίες των άλλων για αυτόν, ή αλλιώς τα πρέπει των άλλων ή αλλιώς να βρει τα δικά του θέλω. Παρόλα αυτά, ακόμη και η ψυχωτική συμπτωματολογία μπορεί να γίνει χρόνια καθώς μπορεί να βοηθά την οικογένεια να διατηρήσει κάποιους κανόνες τις, κάποιες συνήθειες. Άρα, αν το άτομο προσπαθεί να βρει κάπως τον εαυτό του που πιθανώς και να διαφέρει πολύ με όλους τους υπόλοιπους του πλαισίου του, όμως το πλαίσιό του είναι πολύ άκαμπτο, τότε ίσως να συμφέρει όλους το να παραμείνει αυτή η αλλαγή σε ένα «άλλο» διαφορετικό επίπεδο, σε ένα επίπεδο «τρέλλας». Η αλλαγή διαταράσσει όλο το σύστημα!!
Τέλος, ένας τρίτος παράγοντας είναι η ύπαρξη κάποιου μυστικού. Μπορεί να συνδέεται με τους άτυπους κανόνες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δηλαδή τα μη εκφρασμένα συναισθήματα ή οι μη εκφρασμένες σκέψεις (σκέψεις και συναισθήματα που δεν επιτρέπονται) ή μπορεί να αφορά ένα πραγματικό μυστικό που πολλές φορές το άτομο με ψυχωτικά συμπτώματα ξέρει ή έχει υποψίες για το οικογενειακό μυστικό και έτσι μέσα από τη συμπτωματολογία είναι ένας εύκολος τρόπος να κρατηθεί αυτό μυστικό για να μη διαταράξει την οικογένεια.
Στην τελική, τα άτομα με ψυχωτική συμπτωματολογία, φαίνεται πως λειτουργούν με ένα τρόπο έτσι ώστε να μην απογοητεύσουν το πλαίσιό τους, να μην τους διαταράξουν, να μην προκαλέσουν αναστατώσεις. Για το λόγο αυτό, ίσως δε θα μπορούσε να γίνει θεραπεία με άτομα με ψυχωτικά συμπτώματα αν δεν εμπεριέξει ο θεραπευτής και το πλαίσιο του ατόμου στην θεραπεία. Επίσης είναι πάρα πολύ σημαντικό από τον θεραπευτή να διατηρεί την ουδετερότητά του και να προσφέρει μία διαφορετική οπτική σε ότι αφορά την ασθένεια, να ρευστοποιηθεί δηλαδή η χρονιότητα της ασθένειας και το τι πραγματικά σημαίνει αυτό. Ένα σημαντικό εργαλείο επομένως, είναι οι κυκλικές ερωτήσεις, ερωτήσεις που επιβάλλουν στο άτομο να σκεφτεί και να επεξεργαστεί όχι μόνο τον ίδιο αλλά ολόκληρό του το πλαίσιο και πως ένα δικό του βήμα ή αλλαγή μπορεί να επηρεάσει και σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεάσει άλλους.
👏🏼👏🏼